προσκάλεσμα

προσκάλεσμα
το, Ν
πρόσκληση, κάλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσκαλεσ- τού αορ. προσκάλεσ-α τού προσκαλώ + κατάλ. -μα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσκάλεσμα — το, ατος πρόσκληση, κάλεσμα: Τα προσκαλέσματα του γάμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”